Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

shopping arcade


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο shopping παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: arcade
Σε αυτή τη σελίδα: shopping, shop

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shopping n (chore: buying provisions)ψώνια ουσ ουδ πλ
 Shopping is one of my chores, as I also do most of the cooking in our house.
 Τα ψώνια είναι μια από τις δικές μου δουλειές μια που εγώ κάνω και το περισσότερο μαγείρεμα στο σπίτι μας.
shopping n (activity: buying things)ψώνια ουσ ουδ πλ
  (καθομιλουμένη)shopping ουσ ουδ άκλ
 I love shopping - especially for clothes.
 Λατρεύω τα ψώνια - ειδικά να αγοράζω ρούχα.
shopping n (items purchased)ψώνια ουσ ουδ πλ
 Mother just came home with two huge bags of shopping.
 Η μητέρα μόλις γύρισε στο σπίτι με δύο τεράστιες σακούλες ψώνια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shopping n (facilities for shopping)καταστήματα, μαγαζιά ουσ ουδ πλ
 The shopping is very nice at that mall.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shop n mainly UK (store: retail outlet)κατάστημα ουσ ουδ
  μαγαζί ουσ ουδ
 The shop specialised in hiking equipment.
 Το κατάστημα ειδικευόταν σε εξοπλισμό αναρρίχησης.
 Το μαγαζί ειδικευόταν σε εξοπλισμό αναρρίχησης.
shop n US (workshop)εργαστήριο ουσ ουδ
 He keeps a shop in the basement with all his tools.
 Έχει ένα εργαστήριο με όλα του τα εργαλεία στο υπόγειο.
shop vi (buy things)ψωνίζω ρ αμ
  κάνω ψώνια ρ μ + ουσ ουδ πλ
 My wife can shop all day long.
 Η γυναίκα μου είναι ικανή να ψωνίζει όλη τη μέρα.
 Η γυναίκα μου είναι ικανή να κάνει ψώνια όλη τη μέρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
shop n informal (act of shopping)ψώνια ουσ ουδ άκλ
  βόλτα στα μαγαζιά περίφρ
 There is nothing like a good shop to cheer oneself up.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τα ψώνια είναι η αγαπημένη της απασχόληση.
 Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο για να σου φτιάξει το κέφι από μια βόλτα στα μαγαζιά.
shop n US (school: tools, wood)μάθημα στο οποίο διδάσκονται βασικές γνώσεις ξυλουργικής, μεταλλουργίας, μαστορεμάτων κ.λπ.
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. Αποδίδεται περιγραφικά, π.χ. «Έφτιαξε μια ξύλινη βάρκα στο μάθημα ξυλουργικής».
 He made a wooden boat in shop class.
shop n US (vehicle repair shop)συνεργείο ουσ ουδ
 I'm getting around on my bike while my car is in the shop.
shop [sth] vtr US, informal (buy things from)ψωνίζω, αγοράζω ρ μ
 We shop traditional Indian for our vegetables.
shop [sth] vtr informal (digitally alter a photo) (ζαργκόν: φωτογραφία)ρετουσάρω. φωτοσοπάρω ρ μ
  (επίσημο)επεξεργάζομαι ψηφιακά ρ μ + επίρ
 The photo that appeared in the paper had been shopped.
shop [sb] vtr UK, slang (inform on) (αργκό, μεταφορικά)καρφώνω, δίνω ρ μ
 The thief was caught when his girlfriend shopped him to the police.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
shop | shopping
ΑγγλικάΕλληνικά
shop around vi phrasal informal (compare prices) (καθομιλουμένη)κάνω έρευνα αγοράς, συγκρίνω τιμές έκφρ
 It's a good idea to shop around before you buy a new car.
shop [sth] around,
shop around [sth]
vtr phrasal sep
US, informal (attempt to sell)προσπαθώ να πουλήσω, προσπαθώ να λανσάρω περίφρ
 She's in New York, shopping her new novel around.
shop for [sth] vtr phrasal insep (look to purchase [sth])ψάχνω να αγοράσω κτ περίφρ
  ψάχνω για κτ ρ μ + πρόθ
  ψάχνω ρ μ
 His old car broke down, so he is shopping for a new one.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
shopping | shop
ΑγγλικάΕλληνικά
comparison shopping n (comparing prices)αγορά κατόπιν έρευνας έκφρ
 A little comparison shopping can save you thousands on the price of a new car.
do the shopping expr (do the grocery buying for a family, etc.)κάνω τα ψώνια έκφρ
do your shopping v expr (buy groceries)κάνω ψώνια έκφρ
go shopping v expr (chore: shop for provisions)πάω για ψώνια περίφρ
 We've completely run out of sugar – I'll have to go shopping this afternoon.
 Μας τελείωσε εντελώς η ζάχαρη - Θα πρέπει να πάω για ψώνια το απόγευμα.
go shopping v expr (activity: make purchases)πάω για ψώνια περίφρ
 After her exam, Mary went shopping and bought a new dress for the prom.
 Μετά τις εξετάσεις, η Μαίρη πήγε για ψώνια και αγόρασε ένα καινούριο φόρεμα για τον χορό αποφοίτησης.
grocery cart,
shopping cart (US),
shopping trolley (UK)
n
(shopping trolley)καρότσι ουσ ουδ
grocery shopping n (purchasing food items) (γενικά)ψώνια ουσ ουδ πλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 I have to do the grocery shopping today.
grocery shopping n (purchased food items) (γενικά)ψώνια ουσ ουδ πλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 I paid for my grocery shopping, then accidentally left it at the checkout!
home shopping n (buying items via tv or internet)αγορές από το σπίτι, ψώνια από το σπίτι περίφρ
mall n (shopping center)εμπορικό κέντρο επίθ + ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη)εμπορικό επίθ ως ουσ ουδ
 We're going to look for new shoes at the mall.
 Θα πάμε να κοιτάξουμε για καινούρια παπούτσια στο εμπορικό κέντρο.
mystery shopping n (undercover quality control)mystery shopping ουσ ουδ άκλ
  (σε κατάστημα)έλεγχος με μυστικό επισκέπτη περίφρ
shopping bag n (tote used for shopping) (μόδα, τσάντα)shopping bag ουσ θηλ άκλ
 If you forget to bring your shopping bag, the store will charge you for one.
shopping bag n (plastic carrier)σακούλα ουσ θηλ
  σακούλα για ψώνια περίφρ
  τσάντα ουσ ουδ
shopping basket n (receptacle for purchases)καλάθι αγορών φρ ως ουσ ουδ
  καλάθι ουσ ουδ
 This checkout is for customers with nine items or fewer in their shopping basket.
shopping basket n figurative (internet: items selected to buy) (στο ίντερνετ)καλάθι αγορών φρ ως ουσ ουδ
shopping cart (US),
shopping basket (UK)
n
(internet: items selected to buy)καλάθι αγορών φρ ως ουσ ουδ
  καλάθι ουσ ουδ
shopping center (US),
shopping centre (UK)
n
(retail complex)εμπορικό κέντρο επίθ + ουσ ουδ
  εμπορικό επίθ ως ουσ ουδ
 They're going to build a new shopping center on that plot of land.
shopping channel n (television station used to sell goods)κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων περίφρ
  (καθομιλουμένη)κανάλι τηλεμάρκετινγκ περίφρ
shopping list n (items to be bought)λίστα για τα ψώνια περίφρ
 Denise always makes a shopping list before she goes to the supermarket.
shopping mall n (covered retail center)εμπορικό κέντρο επίθ + ουσ ουδ
  εμπορικό επίθ ως ουσ ουδ
 I visited ten different stores at the shopping mall.
 Πήγα σε δέκα διαφορετικά καταστήματα στο εμπορικό κέντρο.
shopping network n (television station used to sell goods)κανάλι πωλήσεων, κανάλι τηλεπωλήσεων περίφρ
  (καθομιλουμένη)κανάλι τηλεμάρκετινγκ περίφρ
shopping plaza n (mall)εμπορικό κέντρο έκφρ
 His house is only a mile away from the shopping plaza.
shopping spree,
spending spree
n
(frenzied, indulgent buying)καταναλωτικό όργιο επίθ + ουσ ουδ
shopping trip n (visit to the shops)βόλτα για ψώνια φρ ως ουσ ουδ
  βόλτα στα μαγαζιά φρ ως ουσ ουδ
 The sisters went on a shopping trip to buy clothes for the upcoming party.
window shopping,
window-shopping
n
figurative, informal (browsing store displays)βόλτα στις βιτρίνες περίφρ
  το να χαζεύω τις βιτρίνες περίφρ
 I can't afford to buy anything at the moment, so I'm just window shopping.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση shopping arcade στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «shopping arcade».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!